μεγαλομανικός

μεγαλομανικός
-ή, -ό [μεγαλομανής]
1. αυτός που πάσχει από μεγαλομανία
2. ο επιρρεπής σε μεγαλομανία
3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεγαλομανία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”